- ετεροφωνία
- η (Α ἑτεροφωνία)η διαφορά τόνου, ήχου, φωνήςνεοελλ.1. το να μιλά κάποιος διαφορετική γλώσσα, η αλλοφωνία2. ιατρ. ανώμαλη φωνή, παθολογικός φωνητικός διχασμός μερικών ατόμων που εκφέρουν φωνή συγχρόνως σε δύο τόνους3. μουσ. αυτοσχεδιαστικός τύπος πολυφωνίας που συνίσταται στην ταυτόχρονη χρήση ελαφρά τροποποιημένων παραλλαγών τής ίδιας μελωδίας από δύο ή περισσότερους εκτελεστές, π.χ. έναν τραγουδιστή και έναν οργανοπαίκτηαρχ.τίτλος έργου τού Θεοφράστου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterophony < hetero- (πρβλ. ετερο-*) + -phony (πρβλ. φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.